συγχωρητικός

συγχωρητικός
συγχωρητικός
assigning a place to . .
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγχωρητικός — ή, ό / συγχωρητικός, ή, όν, ΝΑ [συγχωρῶ] αυτός που εύκολα συγχωρεί νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος 2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό το συγχωροχάρτι αρχ. αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.… …   Dictionary of Greek

  • συγχωρητικόν — συγχωρητικός assigning a place to . . masc acc sg συγχωρητικός assigning a place to . . neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικοί — συγχωρητικός assigning a place to . . masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικούς — συγχωρητικός assigning a place to . . masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικῆς — συγχωρητικός assigning a place to . . fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικῶς — συγχωρητικός assigning a place to . . adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικῷ — συγχωρητικός assigning a place to . . masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγχώρηση ή αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγχωρητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητήριο η από την εκκλησιαστική αρχή παρεχόμενη έγγραφη άφεση αμαρτιών, συγχωροχάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχωρώ + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”